ἐξαίρω

ἐξαίρω
ἐξαίρω, [dialect] Ep. [full] ἐξᾰείρω Hom. (v. infr.), also in [dialect] Ion. Prose, Hp.Fract. 21, cf. ἀείρω, αἴρω: [tense] aor.1
A

ἐξῆρα S.OC358

, etc.:—lift up, lift off the earth,

ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν Il.24.266

;

ἐκ δὲ κτήματ' ἄειραν Od.13.120

(elsewh. Hom. uses only [voice] Med., v. infr.);

ἐξάρας [αὐτὸν] παίει ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107

; ἐ. χεῖρας in prayer, Plb.3.62.8;

κοῦφον ἐξάρας πόδα S.Ant.224

; βάθρων ἐκ τῶνδέ μ' ἐξάραντες having bidden me rise (from suppliant posture), Id.OC264, cf. Tr.1193; τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος; made thee start, Id.OC358;

ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐ. βίον Id.Tr.147

; ἐ. θώρακα take it out (of its case), Ar.Ach.1133;

πυρσόν Hero Aut.22.5

:—[voice] Pass., ib.22.6.
b seemingly intr., rise from the ground, of a bird, D.S.2.50;

ἐ. τῷ στρατεύματι

start,

Plb.2.23.4

, cf. LXXNu.2.9.
2 raise in dignity, exalt, magnify, Κλεισθένης [τὴν οἰκίην] ἐξῆρε (v.l. -ήγειρε) Hdt.6.126;

ἐξάρας με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην Id.9.79

; ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐ. exaggerate it, Aeschin.2.10;

ἐπὶ μεῖζον ἐ. τὰ γενόμενα D.H.8.4

;

ὑψηλὸν ἐ. αὑτὸν ἐπί τινι Pl.R.494d

;

ἐ. ὑπόθεσιν Procl.in Prm.p.522S.

; Rhet., treat in elevated style, Hermog.Id.2.3;

τὸν τῆς ἑρμηνείας τύπον ἐ. παρὰ τὸ εἰωθός Procl.in Prm.p.484S.

;

ἐπιστολαὶ μικρὸν ἐξηρμέναι Demetr.Eloc.234

; of music,

ἐξηρμένον καὶ τεθαρρηκός Heraclid.Pont.

ap. Ath.14.624d.
3 arouse, stir up,

θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn.630

;

μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος S.Aj.1066

; ἐ. σε θανεῖν excites thy wish to die, E.Hipp.322;

ἐ. φρένα λακεῖν Id.Alc.346

;

ἐ. χάριν χορείας Ar.Th.981

.
4 pervert,

λόγους δικαίων LXXDe.16.19

.
5 remove,

ἔπιπλα PLond.1.177.21

(i A. D.); make away with, get rid of,

ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν 1 Ep.Cor.5.13

:—[voice] Pass., to be carried away, of a dam, PRyl.133.19 (i A. D.).
II [voice] Med. (Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] aor. ἐξήρατο), carry off for oneself, earn,

δοιοὺς μισθούς Od.10.84

;

ὅσ' ἂν οὐδέ ποτε ἐκ Τροίης ἐξήρατ' Ὀδυσσεύς 5.39

; ἐξάρατο ἕδνον won it as a dower,
Pi.O.9.10;

θοῶν ἐξήρατ' ἀγώνων . . κειμήλια Theoc.24.122

. (In Hom. ἐξήρατο may have displaced ἐξήρετο, [tense] aor. of ἐξάρνυμαι, v. ἀείρω.)
2 ἐξαίρεσθαι νόσον take a disease on oneself, catch it, S.Tr.491.
3 carry off, Pl. Prt.319c.
III [voice] Pass., to be raised, [

τὸ τεῖχος] ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου Hdt.6.133

; rise up, rise,

ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς E.Med. 106

;

φλόξ Plb.14.5.1

;

κονιορτός Id.3.65.4

.
2 swell, dub. in Hp. VC15; ἐξαειρόμενα (-εύμενα codd.) ὑπὸ τῆς πιέξιος swellings caused by compression, Id.Fract.21.
3 to be excited, agitated,

ἐλπίδι S.El. 1461

;

ἐξαρθεὶς ὑπὸ μεγαλαυχίας

puffed up,

Pl.Lg.716a

: c. part.,

ἐξήρθης κλύων E.Rh.109

.
4 ἐξηρμένος prob. f.l. in Plb.4.4.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαίρω — lift up pres subj act 1st sg ἐξαίρω lift up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίρω — εξαίρω, εξήρα βλ. πίν. 80 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαιρώ — εξαιρώ, εξαίρεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — εξάρθηκα, μτβ. 1. εξυψώνω ηθικά, εγκωμιάζω. 2. τονίζω ιδιαίτερα, δηλώνω με έμφαση: Εξαίρω τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαιρώ — εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, εξαιρεμένος, μτβ.,1. αφαιρώ κάτι από ένα ή από πολλά, βγάζω από μέσα, αποσπώ: Εξαιρώ δόντι. 2. δε συνυπολογίζω σε κάτι, δεν περιλαμβάνω, αποκλείω: Οι παρόντες εξαιρούνται. 3. απαλλάσσω για ιδιαίτερους λόγους από κάποια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρῶ — ἐξαιρέω take out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρετον — ἐξαίρω lift up pres imperat act 2nd dual ἐξαίρω lift up pres ind act 3rd dual ἐξαίρω lift up pres ind act 2nd dual ἐξαίρω lift up imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) ἐξαιρετός removable masc/fem acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρῃ — ἐξαίρω lift up pres subj mp 2nd sg ἐξαίρω lift up pres ind mp 2nd sg ἐξαίρω lift up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηρμένα — ἐξαίρω lift up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηρμένᾱ , ἐξαίρω lift up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηρμένᾱ , ἐξαίρω lift up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”